συνδετικῶν

συνδετικῶν
συνδετικός
binding together
fem gen pl
συνδετικός
binding together
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξάρθρωση — η (Α ἐξάρθρωσις) [εξαρθρώνω] εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση τής αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα νεοελλ. λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση …   Dictionary of Greek

  • ιμαντισμός — ἱμαντισμός, ὁ (Α) [ιμάς] (για τοιχοδομία) η παρεμβολή συνδετικών αρμών, η παρεμβολή δοκών …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • νοβολάκ — η (χημ) εμπορική ονομασία φαινοπλαστικών πολυμερών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή χυτών πλαστικών αντικειμένων, συνδετικών υλών, ηλεκτρομονωτικών, λειαντικών μέσων κ.ά. υλών …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • σκληρυντικός — ή, ό / σκληρυντικός, ή, όν, ΝΑ [σκληρύνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκλήρυνση και, κυρίως, αυτός που συντελεί στη σκλήρυνση νεοελλ. ανατ. χαρακτηρισμός ιστού που υπέστη σκλήρυνση ως συνέπεια παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών… …   Dictionary of Greek

  • σκληρώδης — ες / σκληρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σκληρός] αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή σύσταση, σκληρός νεοελλ. φρ. «σκληρώδης ιστός» ιστός που υπέστη σκλήρυνση λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων μσν. πεισματάρης …   Dictionary of Greek

  • τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοζαμίνη — Ένα από τα ευρέως διαδεδομένα αμινοσάκχαρα στη φύση, παράγωγο της γλυκόζης. Η ελεύθερη γ. κρυσταλλώνεται εύκολα, διαλύεται στο νερό, ανάγει ιόντα μετάλλων (Cu+, Ag+ κ.ά.) και αποτελεί συστατικό μέρος των γλυκοπρωτεϊνών, των βλεννοπολυσακχαριτών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”